Ἄδα — Ἄδᾱ , Ἄδα fem nom/voc/acc dual Ἄδα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾅδα — ᾅδᾱ , ᾅδης ao masc nom/voc/acc dual ᾅδᾱ , ᾅδης ao masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
.άδα — ἅδᾱ , ἅδος satiety neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ᾅδᾳ — ᾅδᾱͅ , ᾅδης ao masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ … Dictionary of Greek
Ἄδᾳ — Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άδα — (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του σατράπη της Καρίας Εκατόμνου, σύζυγος του αδελφού της Ιδριέα. Έγινε βασίλισσα μετά τον θάνατο του Ιδριέα, αλλά την εκθρόνισε o Οθωντόπατος, γαμπρός του Πιξωδάρου, που ήταν και αυτός αδελφός της Ά. Η Ά. πήγε τότε στην… … Dictionary of Greek
Μεγάλη Άδα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται σε απόσταση 25 χλμ. ΒΑ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κομοτηνής … Dictionary of Greek
Ὦδ' — Ἄδα , Ἄδα fem nom/voc sg Ἄδαι , Ἄδα fem nom/voc pl Ἄδᾱͅ , Ἄδα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄδας — Ἄδᾱς , Ἄδα fem acc pl Ἄδᾱς , Ἄδα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)